- αγρότης
- ο крестьянин; земледелец;
ο ακτήμονας αγρότης — безземельный крестьянин
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ο ακτήμονας αγρότης — безземельный крестьянин
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ἀγρότης — countryman masc nom sg ἀγρότης countryman fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρότῃς — ἀγρότης countryman masc dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγρότης — I Ο καλλιεργητής της γής, ο γεωργός· με ευρύτερη έννοια, ο κάτοικος της υπαίθρου.Η μορφή του α. διαγράφεται καθαρά από τους πρώτους ιστορικούς χρόνους. Διαφέρει από τη μορφή του κατοίκου των αστικών κέντρων και εμφανίζει ιδιαίτερα κοινωνικά… … Dictionary of Greek
αγρότης — ο θηλ. αγρότισσα αυτός που ζει στους αγρούς και ασχολείται μ αυτούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀγρόται — ἀγρότης countryman masc nom/voc pl ἀγρότᾱͅ , ἀγρότης countryman masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρότη — ἀγρότης countryman masc voc sg ἀγρότης countryman fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρότῃ — ἀγρότης countryman masc dat sg (attic epic ionic) ἀγρότηι , ἀγρότης countryman fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγροτῶν — ἀγρότης countryman masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρωστᾶν — ἀγρότης countryman masc gen pl (doric aeolic) ἀγρώστης wild masc gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρῶσται — ἀγρότης countryman masc nom/voc pl ἀγρώστης wild masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρόταις — ἀγρότης countryman masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)